ανέμυαλος

ανέμυαλος
-η, -ο
άμυαλος, επιπόλαιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανέμυαλος — η, ο άμυαλος: Ήταν ακόμη πολύ νέος, άμεστος και ανέμυαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”